Απαρέμφατο
☞ Α] ΟΡΙΣΜΟΣ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
είναι ένα άκλιτο ρηματικό ουσιαστικό ουδετέρου γένους που δεν «παρεμφαίνει» (=
φανερώνει) πρόσωπο και αριθμό σε αντίθεση με τις λεγόμενες «παρεμφατικές»
εγκλίσεις (οριστική, υποτακτική, ευκτική και προστακτική). Γι’ αυτό το λόγο και
δεν παρουσιάζει διάφορες καταλήξεις. Σε μια πρώτη φάση, το απαρέμφατο ήταν
αφηρημένο άκλιτο ουσιαστικό σε πτώση δοτική και δήλωνε το τόπο ή το σκοπό. Με
το πέρασμα όμως του χρόνου η χρήση του αυτή εξασθένισε και κατέληξε στη
μεταγενέστερη μορφή του. Το απαρέμφατο διακρίνεται από α) τη ρηματική
του φύση & β) την ονοματική του φύση. Η ρηματική του φύση γίνεται
αντιληπτή από το γεγονός ότι προέρχεται από ρήματα, παρουσιάζει χρόνους και
εντοπίζεται και στις δυο φωνές > λέγω : λέγειν
– λέξειν – λέξαι - εἰρηκέναι / λέγεσθαι – λέξεσθαι – λέξασθαι - εἰρῆσθαι. Η
ονοματική του φύση πάλι γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι αυτό μπορεί να
τεθεί ως υποκείμενο ή αντικείμενο σε άλλα ρήματα ή ονοματικούς τύπους και να
δεχθεί άρθρο (οπότε έχει χρήση ονόματος) > τό λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφεῖν .
Ανάλογα
λοιπόν με τη φύση του απαρεμφάτου (ρηματική – ονοματική) το διακρίνουμε σε δυο
μεγάλες κατηγορίες : 1] ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ & 2] ΕΝΑΡΘΡΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ.
☞ Β] ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Το
άναρθρο απαρέμφατο (απαρέμφατο δηλαδή που παρουσιάζεται χωρίς άρθρο)
διακρίνεται σε δυο μεγάλες κατηγορίες : α) το εξαρτημένο (που
εξαρτάται δηλαδή άμεσα από κάποιους άλλους όρους της πρότασης) και β) το
ανεξάρτητο (που δεν εξαρτάται άμεσα από άλλους όρους της πρότασης). Στο
παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται όλες οι υποκατηγορίες του άναρθρου απαρεμφάτου
που θα αναφερθούν στην ενότητα :
Β1]
ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟ
είναι εκείνο το απαρέμφατο που έχει άμεση συντακτική σχέση με κάποιον άλλο
ρηματικό τύπο (ρήμα) ή ονοματικό τύπο (απαρέμφατο – μετοχή) της πρότασης και
συμπληρώνει καθοριστικά το νόημά του. Γι’ αυτό το λόγο, το εξαρτημένο
απαρέμφατο μπορεί να έχει συντακτική θέση :
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις : Χρή τούς στρατιώτας πιστούς μένειν > το ρήμα χρή (=πρέπει) είναι απρόσωπο, οπότε δέχεται κατευθείαν ως υποκείμενο το απαρέμφατο μένειν : «πρέπει να μένουν οι στρατιώτες πιστοί».
Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις : Χρή τούς στρατιώτας πιστούς μένειν > το ρήμα χρή (=πρέπει) είναι απρόσωπο, οπότε δέχεται κατευθείαν ως υποκείμενο το απαρέμφατο μένειν : «πρέπει να μένουν οι στρατιώτες πιστοί».
Αντικείμενο σε
απλά ρήματα ή και ονοματικούς τύπους (απαρέμφατα & μετοχές) : Ἔλεγεν βασιλεύς φαῦλα οὐ ποιήσειν >
το απαρέμφατο ποιήσειν τίθεται
ως αντικείμενο του ρήματος ἔλεγεν : «έλεγε
ο βασιλιάς ότι δεν θα κάνει άτιμα (πράγματα)».
Κατηγορούμενο
μετά από συνδετικά ρήματα : τό λακωνίζειν ἐστί φιλοσοφεῖν > το απαρέμφατο φιλοσοφεῖν τίθεται
ως κατηγορούμενο του υποκειμένου (τό λακωνίζειν)
αφού προηγείται μάλιστα συνδετικό ρήμα (ἐστί) :
«το να μιλάς λίγο είναι αγάπη για τη σοφία».
Επεξήγηση
κυρίως σε αντωνυμίες , επίθετα και ουσιαστικά ουδετέρου γένους , χωρίς όμως να
αποκλείονται και άλλες περιπτώσεις : Εἷς οἰωνός
ἄριστος, ἀμύνεσθαι περί πάτρης > το απαρέμφατο ἀμύνεσθαι αποτελεί
επεξήγηση του ουσιαστικού οἰωνός το
οποίο είναι και υποκείμενο το εννοούμενου ρήματος ἐστί : «ένας είναι ο
καλύτερος οιωνός, δηλαδή να υπερασπίζεσαι την πατρίδα».
Το
εξαρτημένο απαρέμφατο ως προς την απόδοσή του στη νέα ελληνική γλώσσα
διακρίνεται : α) σε ειδικό ( = ότι + μετάφραση ρήματος από
το οποίο προέρχεται) και β) σε τελικό ( = να + μετάφραση ρήματος
από το οποίο προέρχεται).
Β1α : ΕΙΔΙΚΟ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Όπως
ήδη αναφέραμε, ως ειδικό χαρακτηρίζουμε εκείνο το απαρέμφατο το οποίο
αποδίδεται στη νέα ελληνική με το ότι. Το ειδικό απαρέμφατο
μπορεί να βρίσκεται σε οποιονδήποτε χρόνο εκτός από μέλλοντα και δέχεται
άρνηση οὐ .
Το είδος αυτό του απαρεμφάτου συναντάται μετά από ρήματα που δηλώνουν :
α)
Ομιλία (λεκτικά) : λέγω, φημί, ἀγορεύω κ.α.
β)
Γνώση (γνωστικά) : γιγνώσκω, οἶδα, γνωρίζω κ.α.
γ)
Κρίση (δοξαστικά) : νομίζω, ἡγοῦμαι, οἴομαι, κρίνω κ.α.
δ)
Αίσθηση (αισθητικά) : ὁρῶ, ἀκούω, αἰσθάνομαι, βλέπω κ.α.
ε)
Μνήμη (μνήμης) : μιμνήσκω, ἐνθυμοῦμαι κ.α.
στ)
Μάθηση (μάθησης) : μανθάνω, διδάσκομαι κ.α.
ζ)
Αγγελία (αγγελίας) : καλῶ, ἀγγέλω, πέμπω κ.α.
η)
Δείξη (δείξεως): δείκνυμι, ὀνομάζω, καλῶ κ.α.
π.
χ. φησί ὁ κατήγορος οὐ δικαίως
με λαμβάνειν τό ἀργύριον : ισχυρίζεται ο
κατήγορος ότι …
Κροῖσος ᾤετο οὐδένα ἀνθρώπων ὀλβιώτερον ἑαυτοῦ
εἶναι : ο Κροίσος νόμιζε ότι …
Β1β
: ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Ως
τελικό απαρέμφατο χαρακτηρίζουμε εκείνο το απαρέμφατο το οποίο αποδίδεται στην
νέα ελληνική γλώσσα κυρίως με το να. Ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης
διακρίνουμε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις του τελικού απαρεμφάτου :
Α) το
τελικό εκείνο απαρέμφατο που συναντάται σε κάθε χρόνο εκτός από τον μέλλοντα
και δέχεται άρνηση μή.
Εξαρτάται συνήθως από ρήματα :
α)
βουλητικά : βούλομαι, θέλω, ἐπιθυμῶ κ.α.
β)
κελευστικά : προστάττω, κελεύω, ἐπιτάττω κ.α.
γ)
δυνητικά : δύναμαι, οἷος τε εἰμί κ.α.
δ)
αποπειρατικά : πειράω – ῶ, πειράομαι – ῶμαι κ.α.
ε)
που δηλώνουν το «πρέπει»: χρή, δεῖ,
ἀναγκαίον ἐστί κ.α.
στ)
που δηλώνουν απόφαση : ἀποφαίνομαι κ.α.
ζ)
που δηλώνουν μελέτη: βουλεύομαι, μελετῶ κ.α.
π.
χ. ἐβουλεύοντο βοηθεῖν τοῖς συμμάχοις :
σκεφτόντουσαν να …
οὐκ ἐδύναντο κατηγορῆσαι τούς στρατηγούς :
δεν μπορούσαν να …
Β) το
τελικό εκείνο απαρέμφατο που συναντάται μόνο σε χρόνο μέλλοντα και
δέχεται άρνηση μή.
Αυτό το απαρέμφατο έχει την ιδιομορφία ότι μπορεί να αποδίδεται στη νεοελληνική
γλώσσα άλλοτε με το να και άλλοτε με το ότι αν
και δεν είναι ειδικό απαρέμφατο. Εξαρτάται μόνο από τα έξι παρακάτω ρήματα
:
ἀπειλῶ :
απειλώ
ἐλπίζω :
ελπίζω
ἐπαγγέλομαι :
υπόσχομαι
ὄμνυμι :
ορκίζομαι
προσδοκῶ : περιμένω
ὑπισχνοῦμαι :
υπόσχομαι
π.
χ. Ἠπείλει Ἐρμοκράτης
φονεύσειν ἅπαντας τούς Ἀθηναίους : απειλούσε ο
Ερμοκράτης ότι / να …
Ὀμνύουσιν μήτε τήν τάξιν λείψειν, ἀμυνεῖν δέ τῇ
πατρίδι : ορκίζονταν ότι / να …
Γ) το
τελικό εκείνο απαρέμφατο που βρίσκεται σε όλους τους χρόνους
(συμπεριλαμβανομένου και του μέλλοντα) και δέχεται άρνηση μή. Εξαρτάται μόνο από
το ρήμα μέλλω (=
σκοπεύω να, πρόκειται να, αναβάλλω, βραδύνω).
π.χ.
Ἀγοράν οὐδείς ἔτι παρέξειν
ἔμελλεν αὐτοῖς : κανείς δεν σκόπευε να …
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ & ΤΕΛΙΚΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Τόσο
το ειδικό όσο και το τελικό απαρέμφατο θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από μια
κατηγορηματική μετοχή: Τισσαφέρνης ἐν
Σάρδεσι ἐτύγχανεν ὤν = Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσι ἐτύγχανεν εἶναι >
και στις δυο προτάσεις η μετάφραση που προκύπτει είναι ακριβώς η ίδια αφού
αντικαταστήσαμε τη κατηγορηματική μετοχή ὤν με το τελικό απαρέμφατο εἶναι.
Το
ειδικό απαρέμφατο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ειδική πρόταση. Σ’ αυτή τη
περίπτωση τοποθετούμε τον ειδικό σύνδεσμο ότι και το ρήμα από το οποίο
προέρχεται το απαρέμφατο. Το ρήμα αυτό της ειδικής πρότασης τίθεται συνήθως σε
οριστική έγκλιση και σε χρόνο ανάλογο με εκείνον του ειδικού απαρεμφάτου που
αντικαθιστά: Λέγει ὑβριστήν εἶναι με >
Λέγει ὅτι ὑβριστής εἰμί.
Αρκεί να προσέξουμε τις μετατροπέςà το
απαρέμφατο (εἶναι) μετετράπη σε ρήμα (εἰμί) στον ίδιο χρόνο
(ενεστώτα), το υποκείμενο του απαρεμφάτου (με) σε υποκείμενο του ρήματος (εννοείται : ἐγώ) της δευτερεύουσας
ειδικής πρότασης. Και στις δυο περιπτώσεις προτάσεων η μετάφραση που προκύπτει
είναι ακριβώς η ίδια.
ΣΥΝΤΑΞΗ
ΕΙΔΙΚΟΥ & ΤΕΛΙΚΟΥ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ : ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ & ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
Όπως
ήδη εξετάσαμε τόσο το ειδικό όσο και το τελικό απαρέμφατο εξαρτώνται από άλλους
ονοματικούς ή ρηματικούς τύπους μιας πρότασης. Ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι το
απαρέμφατο προέρχεται από ρήμα και διατηρεί κάποια στοιχεία του ρήματος όπως το
υποκείμενο, ενδεχομένως το αντικείμενο κ.α. Όταν λοιπόν ένα απαρέμφατο
βρίσκεται σε μια πρόταση εξαρτημένο από κάποιο ρήμα, αυτόματα πρέπει να
εντοπίσουμε το υποκείμενο τόσο του ρήματος όσο και του απαρεμφάτου. Αφού όμως
το ρήμα έχει σχέση με το απαρέμφατο τότε και το υποκείμενο του ρήματος θα έχει
σχέση με το υποκείμενο του απαρεμφάτου. Δύο είναι τα συντακτικά φαινόμενα που
προκύπτουν από την σχέση αυτή : η ταυτοπροσωπία & η ετεροπροσωπία.
ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
: όταν το υποκείμενο του ρήματος είναι το ίδιο ακριβώς
με αυτό το υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε έχουμε το φαινόμενο της ταυτοπροσωπίας.
Σ’ αυτή τη περίπτωση το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται σε πτώση ονομαστική
και είναι το ίδιο το υποκείμενο του ρήματος.
π.χ. Στρατιάν ναυτικήν καί πεζήν ἐψηφίζαντο πέμπειν : υποκείμενο του ρήματος ἐψηφίσαντο (εννοείται οὗτοι)
είναι το ίδιο με το υποκείμενο του απαρεμφάτου πέμπειν (που
εννοείται πάλι το οὗτοι).
ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
: όταν το υποκείμενο του ρήματος δεν είναι το ίδιο με
το υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε έχουμε το φαινόμενο της ετεροπροσωπίας. Σ’
αυτή τη περίπτωση το υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται πάντοτε και υποχρεωτικά
σε πτώση αιτιατική.
π.χ.
Οἴομαι οὐδένα ἐκ τῶν θεῶν
εἶναι κακόν: υποκείμενο του απαρεμφάτου (εἶναι) είναι το οὐδένα που
τίθεται σε πτώση αιτιατική αφού υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι το ἐγώ.
ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ
: Όταν αντί απλού προσωπικού ρήματος τίθεται απρόσωπο
ρήμα ή απρόσωπη έκφραση τότε το απαρέμφατο που υπάρχει στη πρόταση θεωρείται
υποκείμενο αυτού του απρόσωπου ρήματος ή της απρόσωπης έκφρασης. Σ’ αυτή τη
περίπτωση όμως πρέπει να προβούμε σε αναλυτική σύνταξη και του απαρεμφάτου
εντοπίζοντας το υποκείμενό του. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι στην απροσωπία ισχύει
ο κανόνας της ετεροπροσωπίας, δηλαδή το υποκείμενο του απαρεμφάτου τοποθετείται
πάντοτε και μόνο σε πτώση αιτιατική.
π.χ.
οὐ χρή μετανοεῖν τόν σοφόν ἄνδραν το υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος χρή είναι φυσικά το
απαρέμφατο μετανοεῖν και
υποκείμενο του απαρεμφάτου μετανοεῖν είναι
το ἄνδραν
(που βρίσκεται μάλιστα για αυτό το λόγο σε πτώση αιτιατική).
Β2]
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ
είναι το απαρέμφατο εκείνο που δεν έχει άμεση συντακτική σχέση με το ρηματικό
τύπο (ρήμα) ή ονοματικό τύπο (απαρέμφατο – μετοχή) της πρότασης. Τα απαρέμφατα
αυτής της κατηγορίας δεν τίθενται ως υποκείμενα ή αντικείμενα σε ρήματα, απλά
επηρεάζονται από ρήματα ή λέξεις και αποκτούν επιρρηματική σημασία. Κατά
συνέπεια λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν τον σκοπό, την
αναφορά, το αποτέλεσμα.
Β2α]
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ
Πρόκειται
για το απαρέμφατο εκείνο που ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση (μεταφράζεται
= ώστε να…). Προσδιορίζει ρήματα ουδέτερης ή παθητικής διάθεσης, που δηλώνουν
σκόπιμη ενέργεια, κίνηση, παροχή, εκλογή, επιτυχία (ποιῶ, φέρω, ἥκω, ἔρχομαι,
βαίνω κ.α.).
Δέχεται άρνηση μή.
π.χ.
Ἐποίησαν ἐλθεῖν τούς
Ἀθηναίους ἐνταῦθα : Ενήργησαν ώστε να
έλθουν οι Αθηναίοι εκεί.
ᾙρέθη λόγῳ ἐπαινέσαι τούς ἄνδρας : Εκλέχθηκε
ώστε να επαινέσει με λόγια τους άνδρες.
Β2β]
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ
Πρόκειται
για το απαρέμφατο εκείνο που ισοδυναμεί με τελική πρόταση (μεταφράζεται = για να…).
Προσδιορίζει ρήματα ενεργητικής διάθεσης, που δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια,
κίνηση, παροχή, εκλογή, επιτυχία. Το απαρέμφατο αυτό βρίσκεται συχνά σε χρόνο
μέλλοντα.
π.χ.
Ἀφίχθησαν πολεμεῖν :
Έφτασαν για να πολεμήσουν.
Κατέλιπεν τούς στρατιώτας φυλάττειν :
Άφησε τους στρατιώτες για να φυλάνε.
Β2γ]
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
Πρόκειται
για απαρέμφατα που τοποθετούνται μετά από επίθετα (και εξαρτώνται από αυτά) που
δηλώνουν ικανότητα, δυνατότητα, αρμοδιότητα, αναγκαιότητα : ἄξιος, ἀνάξιος, ἰκανός, δεινός, ἡδύς, πικρός, καλός,
χαλεπός
κ.α. Μεταφράζονται = ως προς να …, στο να… . Το απαρέμφατο αυτό ονομάζεται όχι
μόνο απαρέμφατο της αναφοράς, αλλά και του «κατά τι».
π.χ.
Κῦρος κάλλιστος ἦν ἱδεῖν : ο
Κύρος ήταν ωραιότατος ως προς την εμφάνιση.
Ὑμεῖς πάντων ἐστέ ὀξύτατοι γνῶναι τά ῥηθέντα :
Εσείς είσαστε από όλους οι πιο κατάλληλοι στο να γνωρίζετε τα όσα
ειπώθηκαν.
Β2δ]
ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Πρόκειται
για εκείνο το απαρέμφατο που δεν εξαρτάται από κάποιο άλλο τύπο και αποτελεί
στερεότυπη φράση που ισοδυναμεί με επιρρηματικό προσδιορισμό της αναφοράς ή του
σκοπού. Αυτά τα απαρέμφατα προσδιορίζουν το περιεχόμενο όλης της πρότασης στην
οποία βρίσκονται. Οι πιο συνηθισμένες και αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις
απόλυτου απαρεμφάτου (και όχι οι μοναδικές) είναι οι παρακάτω :
ὡς ἐμοί δοκεῖν = κατά τη γνώμη μου
ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να το πω έτσι,
σχεδόν
ὡς ἀπλῶς εἰπεῖν = για να το πω γενικά,
σύντομα
ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν =
για να ανακεφαλαιώσω
οὕτως εἰπεῖν = γενικά, σχεδόν
συντόμως εἰπεῖν = για να μιλήσω
σύντομα
ὡς συνελόντι εἰπεῖν =
για να μιλήσω σύντομα
ὡς διά βραχέων εἰπεῖν =
για να μιλήσω σύντομα
ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν =
για να μιλήσω σύντομα
ὀλίγου δεῖν = σχεδόν, λίγο έλειψε
μικροῦ δεῖν = σχεδόν, λίγο έλειψε
τό ἐπ’ ἐμοί εἶναι = όσον εξαρτάται από
εμένα
ἑκών εἶναι = θεληματικά
ὡς (ἀπ)εικάσαι = όσο μπορεί να
συμπεράνει κανείς
ὡς γέ οὕτως ἀκοῦσαι =
για να το ακούσει κανείς έτσι απλά
π.χ.
Ὡς γάρ εἰπεῖν ἀπλῶς,
ἅπαντες ὑπάρχειν ἐγνωκότες μοι δοκεῖτε : για να
μιλήσω σύντομα …
ΑΛΛΕΣ
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΘΡΟΥ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ :
Είναι
ένα συνηθισμένο σχετικά φαινόμενο στην αρχαία ελληνική γλώσσα το απαρέμφατο να
αντικαθιστά το ρήμα μιας πρότασης. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στις παρακάτω
περιπτώσεις :
① Σε
απαρεμφατική πρόταση : πρόκειται για τη δευτερεύουσα εκείνη πρόταση (συμπερασματική ή χρονική) η οποία
δεν εκφέρεται με ρήμα αλλά αντί αυτού με απαρέμφατο. Με απαρέμφατο μπορούν να
εκφέρονται οι δευτερεύουσες συμπερασματικές προτάσεις που εισάγονται με τους
συνδέσμους ὡς, ὥστε, ἐφ’ ᾧ, ἐφ’ ᾧτε και οι χρονικές
προτάσεις που εισάγονται με τον σύνδεσμο πρίν.
π.χ.
Οἱ τριάκοντα ᾑρέθησαν ἐφ’
ᾧτε συγγράψαι νόμους … : οι τριάντα τύραννοι ορίστηκαν ώστε να
γράψουν νόμους …
② Σε θέση προστακτικής : (σπάνια). Μπορεί ένα απαρέμφατο να αντικαταστήσει ένα
ρήμα σε προστακτική έγκλιση σε προσταγές και απαγορεύσεις. Σ’ αυτή τη περίπτωση
θεωρούμε το απαρέμφατο ρήμα. Αναφέρουμε ότι αυτή η περίπτωση συναντάται κυρίως
σε περιεχόμενο νόμων και διακρατικών συνθηκών.
π.χ.
Ὦ ξεῖν ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις
ὅτι …: Ξένε πες στους Λακεδαιμόνιους ότι …
③ Σε
επιφωνηματική πρόταση : (σπάνια) κάποιες φορές, σε εκφράσεις γεμάτες έντονα αισθήματα (πάθος, μίσος,
αγάπη, αγανάκτηση κ.α.) χρησιμοποιούμε αντί κανονικού ρήματος ένα απαρέμφατο.
π.
χ. Ἐμέ παθεῖν τάδε , φεῦ ! :
Εγώ να πάθω αυτά εδώ, αλίμονο !
☞ Γ] ΕΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Το
έναρθρο απαρέμφατο δεν υπόκειται στο σύνολο των κανόνων που συναντήσαμε προηγουμένως
για το άναρθρο απαρέμφατο. Το έναρθρο απαρέμφατο αντιμετωπίζεται ως ένα όνομα
γι’ αυτό και οι συντακτικές του χρήσεις δεν διαφοροποιούνται από αυτές του
ουσιαστικού ή του επιθέτου. Έτσι το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να τεθεί ως :
① Υποκείμενο : τό λακωνίζειν
ἐστί φιλοσοφεῖν :
το να μιλάς λίγο είναι ένδειξη σοφίας.
② Αντικείμενο : οὐκ ἠθέλησαν τό
ποιεῖν κακόν τι : δεν θέλησαν το να κάνουν κάτι κακό.
③ Κατηγορούμενο : τοῦτο ἐστί τό
πάσχειν: αυτό είναι το να υποφέρεις.
④ Επεξήγηση : εἵλοντο ποιήσειν
τοῦτο, τό λέγειν τό καλόν καί τό κακόν : προτίμησαν να
κάνουν αυτό, δηλ. να πουν το καλό και το κακό…
⑤ Ετερόπτωτος
προσδιορισμός : τό σιγᾶν ἐστί κρεῖττον τοῦ λαλεῖν :
το να σιωπάς είναι καλύτερο από το να μιλάς.
⑥ Εμπρόθετος
προσδιορισμός : Ἀντί τοῦ πόλις εἶναι κατέστη φρούριον : αντί του να είναι …
☞ Δ] ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ
ΕΞΑΣΚΗΣΗ
Να
εντοπίσετε τα είδη των απαρεμφάτων καθώς και τα υποκείμενα (και αντικείμενά)
τους .
1.
Πρίν λέγειν ἐπερήσομαι τι σμικρόν.
2.
Σπονδάς πρός ἀλλήλους ἐποιήσαντο , ὥστε τούς αὐτούς ἐχθρούς καί φίλους
νομίζειν.
3.
Νομίζω τοῦτο οὐκ ἄν ἀληθές εἶναι.
4.
Κῦρος διέφερε πάντων τῶν ἡλίκων εἰς τῷ μανθάνειν.
5.
Δοκεῖ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος καί ἐν τῷδε κακῶς βουλεύεσθαι.
6.
Σωκράτης ἡγεῖτο θεούς πάντα εἰδέναι.
7.
Ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐφαίνετο στρατοπεδεῦσαι.
8.
Βούλονται πολλά λέγειν καί πράττειν.
9.
Συνελόντι εἰπεῖν ἁπάσας τάς δυνάμεις συλλαβοῦσα ἔχει ἡ ῥητορική.
10. Πάντα κίνδυνον ὑποδέχονται,
ἐφ' ᾧ πλείονα κτήσονται.
11. Ὁμολογεῖται τήν πόλιν
ἀρχαιοτάτην εἶναι.
12. Τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τά
τυχόντα πράττειν.
13. Τοῦτο ἐστί τό δίκαιον,
ἀποδιδόναι ἑκάστῳ τό προσῆκον.
14. Φυλάττειν παρέδωκε αὐτῷ
τούς νόμους.
15. Οὐκ εἶχον ἀργύριον
ἐπισιτίζεσθαι.
16. Κλέαρχος ἐβιάζετο τούς
στρατιώτας ἰέναι ἐκεῖσε.
17. Ἐτάχθη κινδυνεύειν.
18. Θεοί πολῖται, μή τυχεῖν
ἡμᾶς δουλείας !
19. Ἔφη οὐκ ἑκών αὐτός
δουλεύσειν.
20. Οὐ μάντις εἰμί τἀφανῆ
γνῶναι σαφῶς.
21. Φησί ὁ κατήγορος οὐ δικαίως
με λαμβάνειν τό ἀργύριον.
22. Οἱ στρατιῶται ἐπορεύοντο
τειχίσαι τό χωρίον.
23. Νομίζουσι τοῦτον ἀνελεύθερον
εἶναι.
24. Λακεδαιμόνιοι οὐκ ἔφασαν
πόλιν ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν.
25. Τί με κωλύει κληροῦσθαι τῶν
ἐννέα ἀρχόντων ;
26. Ἡ χιών ἐκώλυσεν αὐτούς
ἐλθεῖν.
27. Τό δέ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν
ἀμήχανος.
28. Οὐ χρή μετανοεῖν τόν ἄνδρα
τόν σοφόν ἀλλά προνοεῖν.
29. Αἰσχρόν ἐστί τό ψεύδεσθαι
καί ἐπιορκεῖν.
30. Οὐκ ἔνεστι τῶν τῆς πόλεως
ἐχθρῶν κρατῆσαι.
31. Πάντες πρό τῶν πραγμάτων
εἰώθασι χρῆσθαι τῷ βουλεύεσθαι.
32. Δοκεῖ μοι οὐ δίκαιον εἶναι
δεῖσθαι τοῦ δικαστοῦ.
33. Ἀπέθνησκον ὑπέρ τοῦ μή
ποιεῖν τό κελευόμενον.
34. Δεῖ γράμματα μαθεῖν καί μαθόντα
νοῦν ἔχειν.
35. Τό χωρίον ἐπιτήδειον Ἀρχιδάμῳ
ἐφαίνετο στρατοπεδεῦσαι.
36. Ἀρχίδαμος ἔμελλεν δῃώσειν
τήν γῆν.
37. Εἰς ἐλπίδαν ἦλθον τοῦ ἑλεῖν
τήν πόλιν.
38. Προεῖπον ταῦτα τοῦ μή λύειν
ἕνεκα τάς σπονδάς.
39. Οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔδοσαν
Αἰγινήταις Θυρέαν οἰκεῖν.
40. Τούτους ἄρχοντας ὑμεῖς
εἵλεσθε ἄρχειν μου.
Βασική Βιβλιογραφία
Ασωνίτης Ν. – Αναγνωστόπουλος Β., Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας,
εκδόσεις Αναστασάκη , Αθήνα 2000 | Γεωργόπουλος
Γ., Αρχαία Ελληνική Σύνταξη,
εκδόσεις Σταμούλη, Αθήνα 1998 | Γιαγκόπουλος
Α., Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής,
εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1998 | Γρηγορόπουλος
Δ., Η σύνταξη του αρχαίου ελληνικού
λόγου, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2004 | Δελής
Τ., Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής
Γλώσσας, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1997 | Λεμπέσης
Χ. – Καργάκος Σ., Συντακτικό της
Αρχαίας Ελληνικής, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1997 | Liddel H.G. – Scott R. , Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης,
τόμοι Ι – V,
εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα 2001 | Μπίλλα
Π., Μαθήματα σύνταξης της Αρχαίας
Ελληνικής, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2000 | Μυτιληναίος Ο., Συντακτικό
της Αρχαίας Ελληνικής, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000 | Παπανικολάου Γ. Ν., Λεξικόν των ρημάτων της αττικής πεζογραφίας,
εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1994 | Πασχαλίδης
Δ., Ασκήσεις Συντακτικού της Αρχαίας
Ελληνικής, εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1998 | Σαμανλής Θ. – Μπιτσιάνης Α., Συντακτικό
της Αρχαίας Ελληνικής, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου